Σάββατο 4 Απριλίου 2009

Αρκετά καλή μητέρα (β')

… Λίγο μετά τη σύλληψη, ή όταν η σύλληψη θεωρείται πιθανή, η γυναίκα αρχίζει να αλλάζει τον προσανατολισμό της και να ενδιαφέρεται για τις αλλαγές που λαμβάνουν χώρα εντός της. Ενθαρρύνεται ποικιλοτρόπως από το ίδιο της το σώμα να ενδιαφερθεί για τον εαυτό της. Η μητέρα μετατοπίζει μέρος της αίσθησης του εαυτού της στο μωρό που μεγαλώνει μέσα της.

Γενικά οι μητέρες, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ταυτίζονται με το μωρό που μεγαλώνει μέσα τους και έτσι καταφέρνουν να έχουν μια πολύ ισχυρή αίσθηση του τι έχει ανάγκη. Η ταύτιση αυτή με το μωρό διαρκεί ορισμένο χρονικό διάστημα μετά τον τοκετό και στη συνέχεια χάνει βαθμιαία τη σημασία της.

Η μητέρα, που δεν είναι η ίδια παραμορφωμένη σ’ αυτά τα ζητήματα, είναι έτοιμη να εγκαταλείψει την ταύτισή της με το βρέφος, όταν το τελευταίο χρειάζεται να διαφοροποιηθεί από αυτήν. Είναι πιθανόν να εξασφαλίζει αρχικά μια καλή φροντίδα, αλλά να αποτυγχάνει στην ολοκλήρωση της διαδικασίας λόγω της αδυναμίας της να την αφήσει να τελειώσει. Έτσι έχει την τάση να παραμένει συγχωνευμένη με το βρέφος της να καθυστερεί τη διαφοροποίησή του από εκείνη.

Με «τη φροντίδα που δέχεται από τη μητέρα του» κάθε βρέφος είναι σε θέση να έχει μια προσωπική ύπαρξη και έτσι αρχίζει να οικοδομεί ό,τι θα μπορούσε να ονομαστεί ‘συνέχεια του είναι’.
Στη βάση αυτής της συνέχειας του είναι, το κληρονομημένο δυναμικό αναπτύσσεται βαθμιαία σε ξεχωριστό βρέφος. Αν η μητρική φροντίδα δεν είναι αρκετά καλή, τότε το βρέφος δεν καταφέρνει να υπάρχει πραγματικά, αφού δεν υπάρχει η συνέχεια του είναι. Αντί γι’ αυτό, η προσωπικότητα οικοδομείται στη βάση αντιδράσεων στον περιβαλλοντικό σφετερισμό.

Όταν συγκεντρωνόμαστε ή είμαστε απορροφημένοι, μπορεί να μας πουν ότι αποσυρόμαστε, ότι γινόμαστε κακόκεφοι, αντικοινωνικοί ή απλώς ευερέθιστοι, ανάλογα με τον τύπο μας. Αυτό είναι ίσως μια χλωμή αντανάκλαση του τι συμβαίνει στις μητέρες, εφόσον είναι αρκετά καλές (όπως είναι οι περισσότερες) για να παραδοθούν στη μητρότητα. Ταυτίζονται όλο και περισσότερο με το μωρό, κι αυτό διατηρείται και όταν γεννιέται το μωρό, για να χαθεί βαθμιαία μέσα σε λίγους μήνες μετά τη γέννησή του. Γνωρίζουν λίγο – πολύ τι χρειάζεται το μωρό εξαιτίας αυτής της ταύτισης μαζί του.
Η αναφορά είναι για ζωτικά πράγματα, όπως το να το κρατήσουν, να το γυρίσουν, να το αποθέσουν ή να το πάρουν, να το χειριστούν με δεξιότητα και φυσικά να το ταΐσουν με ευαίσθητο τρόπο, που συνεπάγεται κάτι περισσότερο από την ικανοποίηση του ενστίκτου. Όλα αυτά διευκολύνουν στα πρώιμα στάδια τις απαρτιωτικές τάσεις του βρέφους και την απαρχή της δόμησης του εγώ. Μπορεί κανείς να πει ότι η μητέρα μετατρέπει το αδύναμο εγώ του βρέφους σε ισχυρό επειδή βρίσκεται εκεί, ενισχύοντας καθετί, σαν την οδήγηση λεωφορείου με βοηθητικό τιμόνι.

Το τυπικό είναι να μπορούμε ανά πάσα στιγμή να εξασφαλίσουμε στο παιδί ό,τι χρειάζεται με κάποιο βαθμό ικανότητας για ταύτιση. Μόνο εμείς γνωρίζουμε πως υπάρχει κάτι που μπορεί να ανταποκριθεί σ’ αυτές τις ανάγκες. Αυτό είναι το ίδιο με την προσφορά από τη μητέρα στο βρέφος ενός μαστού και, αργότερα, με την παρουσίαση σκληρών αντικειμένων και καρπών της γης και του πατέρα. Δεν δημιουργεί η μητέρα τις ανάγκες του βρέφους, αλλά ανταποκρίνεται σ’ αυτές την κατάλληλη στιγμή.

Επιπλέον, η μητέρα γνωρίζει ότι πρέπει να παραμείνει ζωντανή και να επιτρέψει στο παιδί να νιώσει και να ακούσει τη ζωντάνια της. Γνωρίζει ότι πρέπει να αναβάλει τις δικές της ορμές έως τη στιγμή που το παιδί θα είναι ικανό να χρησιμοποιήσει θετικά την ξεχωριστή της ύπαρξη. Γνωρίζει ότι δεν πρέπει να αφήσει το παιδί της για διάστημα (λεπτά, ώρες ή μέρες) μεγαλύτερο από αυτό κατά το οποίο το παιδί είναι ικανό να διατηρήσει ζωντανή και φιλική την ιδέα του για εκείνη. Αν χρειάζεται να απουσιάσει για πολύ, γνωρίζει ότι για ένα διάστημα θα πρέπει να «παραχαϊδέψει» το παιδί της για να το επαναφέρει σε μια κατάσταση στην οποία εκείνο θα θεωρεί πάλι τη μητέρα δεδομένη.

Για να επιτελέσει καλά το έργο της, η μητέρα χρειάζεται εξωτερική υποστήριξη. Συνήθως ο σύζυγος της προστατεύει από την εξωτερική πραγματικότητα και έτσι της παρέχει τη δυνατότητα να προστατεύει το παιδί της από απρόβλεπτα εξωτερικά φαινόμενα, στα οποία το παιδί πρέπει να αντιδράσει. Κάθε αντίδραση σε ένα σφετερισμό διαρρηγνύει τη συνέχεια της προσωπικής ύπαρξης του παιδιού και αντιβαίνει στη διαδικασία απαρτίωσης.

Με άλλα λόγια, ανακαλύπτουμε ότι η μητέρα δεν χρειάζεται ένα είδος καταλόγου για τις αυριανές δουλειές. Νιώθει ότι είναι αναγκαίο εκείνη τη στιγμή.

Η παροχή φροντίδας στα παιδιά συνδέεται με ό,τι συνιστά τη φυσική γονεϊκή φροντίδα (τουλάχιστον όταν οι γονείς δεν είναι πολύ άρρωστοι για να ανταποκριθούν στο κάλεσμα της γονεϊκότητας). Τότε δεν χρειάζεται να νομίζουμε ότι είμαστε ευφυείς, ούτε καν ότι έχουμε γνώση της σύνθετης θεωρίας της συναισθηματικής ανάπτυξης του ατόμου. Χρειάζεται να γνωρίσουμε τα ίδια τα παιδιά και έτσι να νιώσουμε τις ανάγκες τους. Εδώ μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει τη λέξη «αγάπη», με κίνδυνο να φανεί συναισθηματικός.

Συχνά, χωρίς να εγκαταλείψουμε την περιοχή την οποία καλύπτει η λέξη αγάπη, αντιλαμβανόμαστε ότι ένα παιδί έχει ανάγκη από σταθερή διαχείριση, έχει ανάγκη να αντιμετωπιστεί σαν το παιδί που είναι, και όχι σαν ενήλικος.

(β’ μέρος)

Η ανάρτηση αποτελείται από αποσπάσματα του βιβλίου :
«Διαδικασίες ωρίμανσης και διευκολυντικό περιβάλλον» του D.W. Winnicott

2 σχόλια:

Σταματόπουλος Γιάννης είπε...

αγαπητή Αλκιονη ( δεν μου αρέσει να το γράψω στα ξένα)
Διάβασα το άρθρο αλλά και το προηγούμενο , παρατήρηση για όλους μας υπάρχει μονο καλή μητέρα και τίποτε διαφορετικο πχ καλή ή αρκετά καλή μητέρα ....
ελπίζω να μου δίνεις τη χαρά να διαβάζω και τα επόμενα
Γιαννης

alkioni είπε...

Σ' ευχαριστώ για το σχόλιο σου Γιάννη, το οποίο περιλαμβάνει και μια πολύ εύστοχη παρατήρηση που θα ήταν καλό να διευκρινιστεί.

Ο όρος "αρκετά καλή μητέρα" εισήχθη από τον Donald Winnicott και αποτελεί σημαντικό εξελικτικό στοιχείο στην ανάλυση των παιδιών.

Η «αρκετά καλή μητέρα» κατ’ αρχήν είναι αυτή που δεν επιδιώκεται να ταυτιστεί με την τέλεια μητέρα (ως προς την παρουσία της και την φροντίδα που προσφέρει) ούτε με την καλή μητέρα ως προς την καλοσύνη και την συνεχή κατάθεση της ζωής της προς χάριν των παιδιών της.

O Winnicott επιλέγει αυτό τον όρο θεωρώντας ότι :
“Αρκετά καλή μητέρα είναι αυτή που προσαρμόζεται αρχικά με τρόπο σχεδόν απόλυτο στις ανάγκες του βρέφους, στη συνέχεια αρχίζει να σχετικοποιεί την προσαρμογή της και να εισάγει την απουσία ή την έλλειψή της, πάλι προσαρμοζόμενη μέσα από την ήδη υπάρχουσα ταύτισή της με το βρέφος στις βαθμιαία μειούμενες ανάγκες του και στη μικρότερη σημασία της παρουσίας της”

Αυτή η απαραίτητη και βαθμιαία «αποτυχία» της μητέρας στη σχέση της με το βρέφος την καθιστά θετικά “αρκετά καλή μητέρα”.