Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2011

Κέντρα Υποδοχής Λαθρομεταναστών ΩΡΑ ..... ΟΡΕΣΤΙΑΔΑΣ !

Εξ’ αρχής είχα μιαν αμφιβολία αν αυτή η ανάρτηση θα ήταν μια στοιχειοθετημένη αναφορά στο θέμα της λαθρομετανάστευσης και των κέντρων υποδοχής και το πόσο αυτές τις μέρες έχει συνδεθεί με την πόλη μας. Επίσης θα μπορούσε να είναι μια προσωπική βιωματική ανάρτηση. Η ζυγαριά γέρνει προς το δεύτερο, μιας και οι κρίσεις, οι επικρίσεις, οι ορολογίες και οι αναφορές έχουν καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος της ελεύθερης έκφρασης φορέων, συλλόγων, επίσημων και μη πολιτών.

Το έναυσμα για να μην ακολουθηθεί ένα συγκεκριμένο τυπικό ανάπτυγμα ενισχύθηκε από την «παράδοξη», για τα δεδομένα της πόλης και των τοπικών κοινωνιών γενικότερα, εξέλιξη του θέματος, και πόσο αυτό φαίνεται να έχει διαχυθεί στην κοινωνία της Ορεστιάδας. Η αντίδραση και η αποκάλυψη του θέματος, για τα κέντρα υποδοχής λαθρομεταναστών, προέκυψε αυθόρμητα και παρορμητικά από τη βάση της κοινωνίας, τους ίδιους τους δημότες, χωρίς καθοδηγητές, χρώματα και ταμπέλες.

Μέσα από μια πρωτότυπη διαδικασία για την πόλη μας, φαίνεται να έχει υπερισχύσει μια κοινή τοποθέτηση απέναντι στο θέμα των κέντρων υποδοχής λαθρομεταναστών, ή όπως αλλιώς θέλει ο καθένας να τα ονομάζει, όχι ως προς την ιδεολογία που το συνοδεύει, αλλά ως προς το αποτέλεσμα - στόχο.
Αναδύεται μια ιδιαιτερότητα από όλη αυτή τη διαδικασία, όλοι οι «δρόμοι», οι αντιθέσεις και οι διαφωνίες συνυπάρξανε και οδηγούν στο κοινό επιθυμητό αποτέλεσμα, έτσι ώστε να επιτευχθεί ένας σκοπός. Η δύναμη της καθολικότητας ένωσε όλες τις δυνάμεις κάτω από το ίδιο κοινό αίτημα.

Το θέμα της λαθρομετανάστευσης έχει πολλές παραμέτρους, οι απόψεις επίσης αναλύονται ανάλογα με τα δεδομένα του καθενός. Θεωρώ ότι το εξαιρετικά ενδιαφέρον που συμβαίνει αυτές τις μέρες είναι πως οι δημότες αντιμετωπίζουν όλοι μαζί μια εξωτερική «απειλή» για την πόλη. Σε κάθε περίπτωση αυτό έχει να κάνει με το φόβο μπροστά στο άγνωστο, τον αιφνιδιασμό των συνεπειών και κατά πόσο αυτό θα επιφέρει μια ξαφνική ή σταδιακή παραμόρφωση των δεδομένων και των συνθηκών ζωής όπως έχουν εγκατασταθεί έως σήμερα στην κοινωνία μας.

Με μια ευρεία ματιά που παρατηρεί περισσότερο το φαινόμενο που αναδύεται και όχι το περιεχόμενο, είναι ενδιαφέρον να παρατηρηθούν οι τάσεις που αναπτύσσονται καθώς και οι μηχανισμοί του φόβου και του αιφνιδιασμού που μπορεί να δρουν προφυλακτικά για τα δεδομένα μας, που έχουμε εξασφαλίσει.
Από την άλλη μεριά, μέσα σε όλα αυτά φαίνεται σαν να υπάρχει ένας ή μια ομάδα συμπολιτών μας που φαινομενικά «πήγε να μας την κάνει». Και που αυτή τη στιγμή αντιμετωπίζει έμμεσα και άμεσα μια συνολική στάση της κοινωνίας απέναντι σε ένα εγχείρημα για το οποίο με κάποιο τρόπο διεκδικήθηκε και μάλιστα φαίνεται ότι στην πορεία προς την πραγματοποίησή του ανατρέπονται νόμοι, διαδικασίες και καταστάσεις πάγιες εδώ και χρόνια.

Οι δημότες αντιδρούν και δρουν, ο κάθε συμμετέχον τοποθετεί τον εαυτό του στο κέντρο της αντίδρασης και το σημαντικό είναι ότι μπορεί από αυτό να πάρει και να χρεωθεί όσο αντέχει. Και σε όλους μαζί χρεώνεται όλο, είναι σημαντικό όλο το «βάρος» να ισορροπεί πάνω σε πολλούς.

Έχω την αίσθηση όμως πως παράλληλα η διαδικασία αυτή αντικατοπτρίζει μια εύθραυστη ισορροπία, έναν ανταγωνισμό ομολόγων κάτω από την ίδια στέγη, εκεί είναι πιθανό να γίνουν προβολές, προκλήσεις και κακοήθεις καθρεφτίσματα και εκεί θεωρώ ότι το όλον είναι το μόνο που μπορεί να χωρέσει αυτές τις διαδικασίες, και από μέσα να παρατηρηθεί τί αντέχει και τί κινδυνεύει να κατακερματιστεί.

Τίθεται στον καθένα το ερώτημα πόσο επιθυμεί να πάρει το κομμάτι του και να φύγει ή πόσο επιθυμεί να συνυπάρξει επωφελούμενος μαζί με τους άλλους, παραμένοντας μέσα σε αυτό σαν ξεχωριστό ισότιμο μέλος.
Πόσο ξεκάθαρο είναι ότι οι σχέσεις που αναπτύσσονται αυτή τη στιγμή είναι σχέσεις ισοτιμίας και όχι ισότητας και πόσο ξεκάθαρη είναι η έννοια της ζήλιας ως θέση, να αποκτήσω ότι και εσύ, σε σύγκριση με την έννοια του φθόνου, να καταστρέψω ό,τι έχεις για να μη το έχει κανείς ;

Μέσα στο πλαίσιο που έχει δημιουργηθεί οι ναρκισσιστικές διακρίσεις για την προβολή σε στιγμιαίο επίπεδο, μέσω βιασύνης και καπήλευσης δεν συντονίζονται με την διεκδίκηση με μακροπρόθεσμα οφέλη, όπου μέσα από τη δικαίωση του όλου θα έρθει και η δικαίωση του καθενός.

Ένα παράπλευρο θέμα είναι πόσο το όλον αποτελεί εσωτερικευμένη διαδικασία για τον καθένα που συμμετέχει ή αποτελεί πεδίο δράσης, όπου σε όλους θα μοιραστεί ο ρόλος αυτού που «πήγε να μας την κάνει».
Πόσο τελικά «αυτός» είναι ο συμμέτοχος μιας δυσάρεστης προοπτικής ή «αυτός» που καθρεφτίζει την ανάγκη της κοινωνίας για την ύπαρξη αυτού του ρόλου;
Πόσο επιτρέπεται κάθε φορά να προκύπτει αυτό ο ρόλος και οι συνέπειες του, και να μην ανακόπτεται;
Πόσο ο «πατέρας» - ή αυτός / οι που μπαίνει / νουν στη θέση του «πατέρα» - στην κοινωνία της Ορεστιάδας μπορεί να είναι παρόν με όλες της διαστάσεις της πατρικής φιγούρας και να ξέρει πότε να αφήνει τα παιδιά να πλακώνονται μεταξύ τους πριν βάλει τα όρια, πότε να τον καβαλάνε στο παιχνίδι και πότε να σηκώνει το ανάστημά του για να αποτρέψει το «κακό» όταν αυτό πλησιάζει, ακόμα και αν χρειαστεί «επανάσταση», γιατί στο «κακό» δεν πας για να θυσιαστείς, αν κάποιος έρχεται να σε «σκοτώσει», τότε αυτός που πρέπει να «πεθάνει» είναι ο άλλος.
Μετριότητες, αμφιθυμίες και διχασμοί δεν επιτρέπονται.

Θεωρώ λοιπόν ότι το φαινόμενο της αντίδρασης της βάσης της πόλης μας – των απλών δημοτών - αναδύει τη μέγιστη ανάγκη της τοπικής κοινωνίας να βρει πατρικές φιγούρες που θα σταθούν στο ύψος του πολεμιστή και του μαχητή, γιατί ο «πρώτος» πατέρας αυτής της χώρας έχει αφήσει ανυπεράσπιστους, τόσο τη Μάνα – Πατρίδα όσο και τα ίδια τα παιδιά - πολίτες.

Αυτό το φαινόμενο προβάλλεται και στην πόλη μας, απαιτώντας και εξαναγκάζοντας σχεδόν τους τοπικούς άρχοντες να πάρουν θέση. Η αντίδραση από τη βάση και η σύνταξη όλων των τοπικών αρχόντων μπορεί σε στιγμιαίο επίπεδο να δίνει μια χροιά ανακούφισης, αλλά το ερώτημα που τίθεται είναι τί πατέρα επιθυμούμαι να έχουμε και πόσο δύσκολο (όχι όμως πάντα και δυσάρεστο) είναι τα παιδιά να διαπιστώνουν πόσο δυνατότερα είναι από τον πατέρα, με τον οποίο και επιθυμούν να ταυτιστούν.

Νομίζω ότι η κοινωνία της Ορεστιάδας βάζει το μέγιστο ερώτημα αυτές τις μέρες. Θα αναδειχθούν οι ηγέτες προτάσσοντας τις ικανότητες και τις δυνατότητές τους ; Θα οδηγηθούμε στην παραδοχή τους ως μέρος της κοινωνίας, προχωρώντας στο συμβολικό τους θάνατο και παίρνοντας τα ίδια τα παιδιά στα χέρια τους την ανάδειξη αυτού του τόπου; Ή μήπως και τα δύο μαζί ;

Το θέμα των κέντρων υποδοχής θεωρώ ότι από άνωθεν διαχειρίζεται με τρόπο αφελή και υποτιμητικό για τη χώρα μας και την περιοχή μας. Υποτιμούνται συνθήκες και διαπραγματεύσεις που στο παρελθόν με σοφία είχαν ακολουθηθεί, συνυπολογίζοντας εθνικούς, πολιτικούς, χωροταξικούς, εκπαιδευτικούς, οικονομικούς παράγοντες, και σήμερα αγνοούνται και παραλείπονται. Η έκβαση του προβλήματος «κέντρα υποδοχής λαθρομεταναστών» πραγματικά δεν μπορεί να προσδιορισθεί ως προς την εξέλιξη και τις συνέπειες που θα έχει παρά μόνο μέσα από τη διαλεκτική που θα αναπτυχθεί παράλληλα με την παρατήρηση των γεγονότων ρεαλιστικά και δυναμικά.

Ως φαινόμενο όμως, η ανάδειξη της έννοιας της δημοκρατίας από τη βάση ως όλον, μέσω της διαδικασίας στήριξης ενός αιτήματος χωρίς ταμπέλες και χρωματισμούς, είναι ένα αισιόδοξο μήνυμα για όλους. Το αποτέλεσμα θα είναι εξελικτικό, όχι όμως απαραίτητα και εύκολο ή ευχάριστο για όλους! Η διαδρομή μέσα από τη δυσκολία και τη ματαίωση είναι που φέρνει την εξέλιξη!

Δεν υπάρχουν σχόλια: