Το σύνολο του μνημείου ως κτιριακή υποδομή και αποκατάσταση - αναστήλωση καθώς και οι συντηρήσεις στο εσωτερικό του προκάλεσαν πλήθος ερωτήσεων και σχολιασμών με μεγάλο ενδιαφέρον και ενθουσιασμό.
Ο Μεταβυζαντινός ναός του Αγίου Νικολάου στην Παταγή Ορεστιάδας αποτελεί το παλαιότερο θρησκευτικό μνημείο της περιοχής και ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά κτίρια του βορείου Έβρου. Το μνημείο εντάσσεται στο σύνολο των μεταβυζαντινών ναών της διασυνοριακής περιοχής, ένθεν και εκείθεν των συνόρων με τη Βουλγαρία.
Η Παταγή, άλλοτε Παζαρλή, υπαγόταν κατά τα τέλη του 19ου αιώνα πολιτικά στον Καζά της Αδριανούπολης και εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Διδυμοτείχου. Φαίνεται όμως ότι παλιότερα για κάποιο διάστημα υπαγόταν στη Μητρόπολη Λιτίτζης : στην καινούρια εκκλησία του χωριού φυλάσσεται αντιμήνσιο του μητροπολίτη Λιτίτζης.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι παλαιόθεν ο ναός ετιμάτο στο όνομα του Αγίου Νικολάου. Εντούτοις, φώλλα, δηλαδή νόμισμα της τοπικής κοινότητας και εκκλησίας από ευτελές μέταλλο, η οποία βρέθηκε κατά τις εργασίες αποκατάστασης του ναού κάτω από το δάπεδο του γυναικωνίτη και μπορεί να χρονολογηθεί κατά την περίοδο 1880-1912, φέρει σφυρήλατα τα αρχικά ΑΘ. Το γεγονός αυτό επαναφέρει την παλαιά παράδοση περί αρχικής απόδοσης του ναού στον Άγιο Αθανάσιο, η οποία θα είχε επιβιώσει, παράλληλα με την επίσημη λατρεία του Αγίου Νικολάου.
Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου είναι κτισμένη σχεδόν στο ανατολικό άκρο του οικισμού. Μέχρι την ανέγερση σύγχρονης εκκλησίας στο κέντρο του χωριού, λειτουργούσε ως ενοριακός. Επιτύμβιες στήλες χρονολογούμενες από τα τέλη του 17ου αιώνα έως το α’ μισό του 19ου έχουν χρησιμοποιηθεί ως πλάκες δαπέδου στο εσωτερικό της εκκλησίας, ενώ γύρω από αυτήν απόκεινται μερικές άλλες ενεπίγραφες στήλες. Δεν αποκλείεται καθόλου στο άμεσο περιβάλλον της να είχαν πραγματοποιηθεί ταφές, προσώπων που σχετίζονται με διαφόρους τρόπους με την εκκλησία και σε κάποια μεταγενέστερη περίοδο οι στήλες να τοποθετήθηκαν στο δάπεδο. Ούτε βέβαια μπορεί να αποκλεισθεί – αν και φαίνεται πολύ λιγότερο πιθανή - η περίπτωση να υπήρχε γύρω από την εκκλησία νεκροταφείο.
Η εκκλησία είναι δίκλιτη ξυλόστεγη με εξέχουσα αψίδα και νάρθηκα. Όπως συνέβαινε και σε άλλους ναούς της εποχής, η λιτή και ακόσμητη εξωτερική όψη έκρυβε ένα ενδιαφέρον εσωτερικό. Η εκκλησία ήταν όλη ασβεστωμένη εσωτερικά, και πιθανώς δεν ήταν τοιχογραφημένη με παραστάσεις. Εντούτοις, τμήματα του βορείου και του ανατολικού τοίχου διατηρούσαν ίχνη χρωματισμών, ενώ στα μέτωπα και τα εσωρράχια των τόξων και επί των κιόνων είχε σωθεί και αποκαλύφθηκε κατά τις εργασίες κατά τόπους η αρχική διακόσμηση με φυτικά γεωμετρικά διακοσμητικά επαναλαμβανόμενα μοτίβα στα οποία κυριαρχούσαν το γαλάζιο, το μωβ και το κίτρινο χρώμα.
Μια σειρά από αρμούς, διάφορες δισεξήγητες ή ανεξήγητες στα επίπεδα των δαπέδων και τέλος ορισμένες προφανείς ασυμμετρίες στην οργάνωση των μερών της δείχνουν ότι η εκκλησία δεν κτίστηκε ολόκληρη ταυτοχρόνως και ότι επίσης δεν υπήρξε ένας αρχικός σχεδιασμός. Αυτά εξ’ άλλου υπαινίσσεται η κτιτορική επιγραφή με το ρήμα «ανεκαινίσθη».
Το τέμπλο είναι απλό, ξύλινο χρωματισμένο σε κάποια φάση του ναού σε χρώματα μπλέ και υπόλευκο. Το σύνολο των εικόνων του χρονολογούνται μεταξύ των ετών 1852 και 1888 και έως πριν τις εργασίες είχαν μεταφερθεί στη νέα εκκλησία του χωριού.
Ο Μεταβυζαντινός ναός του Αγίου Νικολάου στην Παταγή Ορεστιάδας αποτελεί το παλαιότερο θρησκευτικό μνημείο της περιοχής και ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά κτίρια του βορείου Έβρου. Το μνημείο εντάσσεται στο σύνολο των μεταβυζαντινών ναών της διασυνοριακής περιοχής, ένθεν και εκείθεν των συνόρων με τη Βουλγαρία.
Η Παταγή, άλλοτε Παζαρλή, υπαγόταν κατά τα τέλη του 19ου αιώνα πολιτικά στον Καζά της Αδριανούπολης και εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Διδυμοτείχου. Φαίνεται όμως ότι παλιότερα για κάποιο διάστημα υπαγόταν στη Μητρόπολη Λιτίτζης : στην καινούρια εκκλησία του χωριού φυλάσσεται αντιμήνσιο του μητροπολίτη Λιτίτζης.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι παλαιόθεν ο ναός ετιμάτο στο όνομα του Αγίου Νικολάου. Εντούτοις, φώλλα, δηλαδή νόμισμα της τοπικής κοινότητας και εκκλησίας από ευτελές μέταλλο, η οποία βρέθηκε κατά τις εργασίες αποκατάστασης του ναού κάτω από το δάπεδο του γυναικωνίτη και μπορεί να χρονολογηθεί κατά την περίοδο 1880-1912, φέρει σφυρήλατα τα αρχικά ΑΘ. Το γεγονός αυτό επαναφέρει την παλαιά παράδοση περί αρχικής απόδοσης του ναού στον Άγιο Αθανάσιο, η οποία θα είχε επιβιώσει, παράλληλα με την επίσημη λατρεία του Αγίου Νικολάου.
Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου είναι κτισμένη σχεδόν στο ανατολικό άκρο του οικισμού. Μέχρι την ανέγερση σύγχρονης εκκλησίας στο κέντρο του χωριού, λειτουργούσε ως ενοριακός. Επιτύμβιες στήλες χρονολογούμενες από τα τέλη του 17ου αιώνα έως το α’ μισό του 19ου έχουν χρησιμοποιηθεί ως πλάκες δαπέδου στο εσωτερικό της εκκλησίας, ενώ γύρω από αυτήν απόκεινται μερικές άλλες ενεπίγραφες στήλες. Δεν αποκλείεται καθόλου στο άμεσο περιβάλλον της να είχαν πραγματοποιηθεί ταφές, προσώπων που σχετίζονται με διαφόρους τρόπους με την εκκλησία και σε κάποια μεταγενέστερη περίοδο οι στήλες να τοποθετήθηκαν στο δάπεδο. Ούτε βέβαια μπορεί να αποκλεισθεί – αν και φαίνεται πολύ λιγότερο πιθανή - η περίπτωση να υπήρχε γύρω από την εκκλησία νεκροταφείο.
Η εκκλησία είναι δίκλιτη ξυλόστεγη με εξέχουσα αψίδα και νάρθηκα. Όπως συνέβαινε και σε άλλους ναούς της εποχής, η λιτή και ακόσμητη εξωτερική όψη έκρυβε ένα ενδιαφέρον εσωτερικό. Η εκκλησία ήταν όλη ασβεστωμένη εσωτερικά, και πιθανώς δεν ήταν τοιχογραφημένη με παραστάσεις. Εντούτοις, τμήματα του βορείου και του ανατολικού τοίχου διατηρούσαν ίχνη χρωματισμών, ενώ στα μέτωπα και τα εσωρράχια των τόξων και επί των κιόνων είχε σωθεί και αποκαλύφθηκε κατά τις εργασίες κατά τόπους η αρχική διακόσμηση με φυτικά γεωμετρικά διακοσμητικά επαναλαμβανόμενα μοτίβα στα οποία κυριαρχούσαν το γαλάζιο, το μωβ και το κίτρινο χρώμα.
Μια σειρά από αρμούς, διάφορες δισεξήγητες ή ανεξήγητες στα επίπεδα των δαπέδων και τέλος ορισμένες προφανείς ασυμμετρίες στην οργάνωση των μερών της δείχνουν ότι η εκκλησία δεν κτίστηκε ολόκληρη ταυτοχρόνως και ότι επίσης δεν υπήρξε ένας αρχικός σχεδιασμός. Αυτά εξ’ άλλου υπαινίσσεται η κτιτορική επιγραφή με το ρήμα «ανεκαινίσθη».
Το τέμπλο είναι απλό, ξύλινο χρωματισμένο σε κάποια φάση του ναού σε χρώματα μπλέ και υπόλευκο. Το σύνολο των εικόνων του χρονολογούνται μεταξύ των ετών 1852 και 1888 και έως πριν τις εργασίες είχαν μεταφερθεί στη νέα εκκλησία του χωριού.
Η πλάκα της αγίας τράπεζας διατηρεί πολύστιχη επιγραφή, που εκτείνεται στις τέσσερις πλευρές της. Το κέντρο της πλάκας παραμένει ανεπίγραφο. Στις τέσσερις πλευρές οι ζώνες της επιγραφής έχουν 7 έως 14 σειρές με ποικίλο αριθμό γραμμάτων η κάθε μία. Τα γράμματα δε σχηματίζουν καμία λέξη. Πρόκειται για αρχικά ονομάτων πιστών – κεκοιμημένων πρωτίστως, αλλά ίσως και ζώντων – που χαράχθηκαν για να διατηρηθούν στην αιωνιότητα. Ζώντες και νεκροί ανήκουν σε οικογένειες, που συνέβαλαν με οποιονδήποτε τρόπο στην ανέγερση, διακόσμηση, επίπλωση της εκκλησίας. Εξ ίσου πιθανό είναι ότι ορισμένα αρχικά ανήκουν απλώς σε ενορίτες , που δεν είχαν ιδιαίτερη συμβολή στην ανέγερση της εκκλησίας. Η συνήθεια – με ποικίλες μορφές – εντοπίζεται σε εκκλησίες του Βορείου Έβρου χρονολογούμενες στον 19ο αιώνα και στις δύο – τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Επίσης η συνήθεια αυτή συνίσταται στην Κωνσταντινούπολη, ήδη από τον 18ο αιώνα και από εκεί μεταφέρεται σε ναούς της επαρχίας, αλλά και παλαιούς ελληνικούς ναούς στην περιοχή του Haskovo Βουλγαρίας
Τα επεδιωκόμενα αποτελέσματα με το έργο της αποκατάστασης και προβολής του ναού είναι η κατανόηση της ιστορίας, της μορφής, της κατασκευής και της δομικής λειτουργίας του μνημείου.
Η αποκατάσταση της αυθεντικότητας στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό.
Η ανάδειξη του μνημείου σε συνδετική μονάδα στην ιστορία των θρησκευτικών κτιρίων της διασυνοριακής περιοχής.
Και τέλος, η διατύπωση μιας φιλοσοφικής προσέγγισης, όπως αυτή «δοκιμάζεται» μέσα από μια ιδιαίτερα λεπτομερειακή διαδικασία, που στοχεύει σε μια βιώσιμη διαχείριση της ιστορικής και θρησκευτικής μας κληρονομιάς, αλλά και ευρύτερα, της κοινής πολιτιστικής κληρονομιάς των Βαλκανίων.
Οι πληροφορίες αυτής της παρουσίασης συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο που εκδόθηκε για την προβολή του Μεταβυζαντινού ναού του Αγίου Νικολάου Παταγής Ορεστιάδας, για το Δήμο Ορεστιάδας, συγγραφέας του οποίου είναι ο μελετητής του ναού και των εργασιών αποκατάστασης Δρ Γουρίδης Αθανάσιος ο οποίος σε συνεργασία με την Τεχνική υπηρεσία του Δήμου Ορεστιάδας, τις επιβλέπουσες μηχανικούς των εργασιών αποκατάστασης και με τον Ανάδοχο του έργου έφεραν σε πέρας την ολοκλήρωση και παράδοση του έργου ως θρησκευτικό ιστορικό μνημείο για την ευαισθητοποίηση τόσο του τοπικού πληθυσμού όσο και των πραγματικών και δυνάμει επισκεπτών.
Τα επεδιωκόμενα αποτελέσματα με το έργο της αποκατάστασης και προβολής του ναού είναι η κατανόηση της ιστορίας, της μορφής, της κατασκευής και της δομικής λειτουργίας του μνημείου.
Η αποκατάσταση της αυθεντικότητας στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό.
Η ανάδειξη του μνημείου σε συνδετική μονάδα στην ιστορία των θρησκευτικών κτιρίων της διασυνοριακής περιοχής.
Και τέλος, η διατύπωση μιας φιλοσοφικής προσέγγισης, όπως αυτή «δοκιμάζεται» μέσα από μια ιδιαίτερα λεπτομερειακή διαδικασία, που στοχεύει σε μια βιώσιμη διαχείριση της ιστορικής και θρησκευτικής μας κληρονομιάς, αλλά και ευρύτερα, της κοινής πολιτιστικής κληρονομιάς των Βαλκανίων.
Οι πληροφορίες αυτής της παρουσίασης συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο που εκδόθηκε για την προβολή του Μεταβυζαντινού ναού του Αγίου Νικολάου Παταγής Ορεστιάδας, για το Δήμο Ορεστιάδας, συγγραφέας του οποίου είναι ο μελετητής του ναού και των εργασιών αποκατάστασης Δρ Γουρίδης Αθανάσιος ο οποίος σε συνεργασία με την Τεχνική υπηρεσία του Δήμου Ορεστιάδας, τις επιβλέπουσες μηχανικούς των εργασιών αποκατάστασης και με τον Ανάδοχο του έργου έφεραν σε πέρας την ολοκλήρωση και παράδοση του έργου ως θρησκευτικό ιστορικό μνημείο για την ευαισθητοποίηση τόσο του τοπικού πληθυσμού όσο και των πραγματικών και δυνάμει επισκεπτών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου